κακόπαθος

κακόπαθος
η , ο бедный, несчастный ;

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κακόπαθος" в других словарях:

  • κακόπαθος — miserable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόπαθος — η, ο (Α κακόπαθος, ον) δυστυχής, άθλιος, ταλαίπωρος («κακόπαθος βίος», Διον. Αλ.) νεοελλ. κουρασμένος από δυστυχίες και στερήσεις αρχ. 1. (για έργο) αυτός που γίνεται με κόπο, επίμοχθος («κακόπαθος κατασκευή», Φίλ.) 2. (για πρόσ.) ανθεκτικός στην …   Dictionary of Greek

  • κακόπαθος — η, ο πολύπαθος, πολυβασανισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοπάθω — κακόπαθος miserable masc/fem/neut nom/voc/acc dual κακόπαθος miserable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόπαθον — κακόπαθος miserable masc/fem acc sg κακόπαθος miserable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοπάθοις — κακόπαθος miserable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόπαθε — κακόπαθος miserable masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՉԱՐԱԽՏԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0566 Chronological Sequence: 6c ա. κακοπαθής, κακόπαθος aerumnosus. Որ բերէ յինքեան կամ այլոց զչար ախտ, զկիրս, զվնաս. եւ Ախտացեալ զախտ չար. թշուառ. *Չարախտական դեղով մեղանաց վարեցաւ ի վնաս անձին եւ հասարակիս: Զօրէն խելագարեալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»